- λήγουσα
- ηη τελευταία συλλαβή κάθε λέξης: Το επίθετο «λευκός» τονίζεται στη λήγουσα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
λήγουσα — η (AM λήγουσα) η προς τα δεξιά τελευταία συλλαβή κάθε λέξης, η οποία έχει περισσότερες από μία συλλαβές. [ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τής ενεστ. μετοχής (λήγων, λήγουσα, λῆγον) τού ρ. λήγω] … Dictionary of Greek
λήγουσα — λήγω stay pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ληγούσας — ληγούσᾱς , λήγω stay pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) ληγούσᾱς , λήγω stay pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λήγουσ' — λήγουσα , λήγω stay pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) λήγουσι , λήγω stay pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) λήγουσι , λήγω stay pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) λήγουσαι , λήγω stay pres part… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αινυμενός — ο κύριο αντρικό όνομα τής Μυκηναϊκής που απαντά σε πινακίδα τής Πύλου [ai nu me no]. [ΕΤΥΜΟΛ. Αν ο τονισμός τού ανθρωπωνυμίου ήταν πράγματι Αἰνυμενός, δηλ. με τονιζόμενη τη λήγουσα (πράγμα που δεν δηλώνεται από τη γραφή τής Μυκηναϊκής), τότε… … Dictionary of Greek
οξυτονώ — (Α ὀξυτονῶ, έω) [οξύτονος] βάζω οξεία στη λήγουσα μιας λέξης, τονίζω μια λέξη στη λήγουσα με οξεία αρχ. 1. προφέρω κάτι με οξύ τόνο 2. μουσ. παράγω υψηλούς τόνους 3. απολήγω σε οξύ άκρο … Dictionary of Greek
παραλήγω — ΝΑ γραμμ. 1. (για λέξη) λήγω δίπλα στη λήγουσα, την τελευταία συλλαβή («η λέξη άνθρωπος παραλήγει σε μακρά») 2. (η μτχ. θηλ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) η παραλήγουσα η συλλαβή που βρίσκεται δίπλα στη λήγουσα μιας λέξης, η προτελευταία συλλαβή λέξης … Dictionary of Greek
περισπώ — περισπῶ, άω ΝΜΑ [σπω] 1. ενεργ. αποσπώ την προσοχή κάποιου από την κύρια ασχολία του και τήν κατευθύνω αλλού, φέρω περισπασμό, απασχολώ, διασπώ την προσοχή 2. παθ. περισπῶμαι, άομαι αποσπώμαι από την κύρια εργασία, μου 3. γραμμ. θέτω το σημείο… … Dictionary of Greek
φιλοξύτονος — ον, Μ γραμμ. (για λέξη) αυτός που τονίζεται συνήθως στην λήγουσα με οξεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + ὀξύτονος «αυτός που τονίζεται στη λήγουσα με οξεία»] … Dictionary of Greek
μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… … Dictionary of Greek